- δίμερα
- τα (Μ δίμερα, Α δίμερος, -ον)μσν.- νεοελλ.τα δύο τρίτα τού συνόλουαρχ.αυτός που αποτελείται από τα δύο τρίτα τού συνόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. δίμερος < δι-* + μέρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίμερος — (I) ον βλ. δίμερα. (II) η, ο ο διήμερος … Dictionary of Greek